πικρότητος

πικρότητος
πικρότης
pungency
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικρότητα — η / πικρότης, ΝΜΑ [πικρός] 1. η ιδιότητα τού πικρού, η πικρή γεύση, η πικράδα (α. «η πικρότητα τού φαρμάκου» β. «περὶ μὲν τὴν γλῶτταν αἴσθησιν πικρότητος», Πλάτ.) 2. η ιδιότητα τού να προκαλεί κάτι πίκρα, θλίψη (α. «η πικρότητα τών λόγων του» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”